Προτείνετε να προστεθούν στο ιστολόγιο:

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ (Πριν το 1990)


            Η Αλβανία και η  Ελληνική μειονότητα
     
     Η εκπαίδευση της ελληνικής μειονότητας, στοιχείο των Ελληνοαλβανικών σχέσεων.

Η Αλβανία, συνορεύει με την Ελλάδα, την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και βρέχεται από το Ιόνιο Πέλαγος και την Αδριατική Θάλασσα. Έχει έκταση 28.750 τ.χλμ  και πληθυσμό (1994) 3.374.000 άτομα (1994). Γλώσσα είναι  η Αλβανική (επίσημη), ελληνική, ενώ τοπικά ομιλούνται διάφορες άλλες γλώσσες. Η Εθνολογική σύνθεση είναι Αλβανοί 85-92%, Ελληνες 6-12% και το  με βάση το θρήσκευμα υπολογίζεται ότι υπάρχουν  Μουσουλμάνοι σε ποσοστό 70%, χριστιανοί ορθόδοξοι 20%, ρωμαιοκαθολικοί 10%.Το Ακαθάριστο Εθνικό Προιόν της χώρας ήταν 2.106.875.000  δολάρια ΗΠΑ (2000) ο μέσος μηνιαίος μισθός: 75 δολάρια ΗΠΑ, ο πληθωρισμός: 42,1% και η ανεργία  έφτανε στα 171.000 άτομα. (Μαλκίδης 2002, 34)
    Η παρουσία της ελληνικής μειονότητας στο αλβανικό έδαφος και ο τρόπος αντιμετώπισής της από τις αλβανικές αρχές υπήρξαν ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις από την εποχή ακόμη της ίδρυσης του αλβανικού κράτους. Λίγο πριν τη δημιουργία του αλβανικού κράτους οι τουρκικές στατιστικές ανέβαζαν τον ελληνικό πληθυσμό σε 113.000 άτομα, ενώ η ελληνική διοίκηση σε 117.000 σε συνολικό πληθυσμό 230.000 περίπου. Τα αριθμητικά δεδομένα υπέστησαν αλλοιώσεις κατά την πάροδο των ετών,  και παρά τις αφομοιωτικές και άλλες πολιτικές που υπέστη η ελληνική μειονότητα, ο ρυθμός πληθυσμιακής αύξησής της, ήταν ανάλογος με αυτόν της υπόλοιπης Αλβανίας. Σύμφωνα με στοιχεία των Ελληνικών προξενικών αρχών, ο αριθμός των Ελλήνων ανερχόταν σε 200.000 -250.000 άτομα. Στη δεκαετία του 1980, τα ηπειρωτικά σωματεία, όπως η «Κεντρική Επιτροπή Βορειοηπειρωτικού Αγώνα», ο «Σύνδεσμος Βορειοηπειρωτών», η «Πανηπειρωτική Επιτροπή Αμερικής και Καναδά», δήλωναν ότι με στοιχεία, η μειονότητα  αριθμούσε 400.000 άτομα  τουλάχιστον. Η Δημοκρατική Ένωση  της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία, ΟΜΟΝΟΙΑ  σε υπόμνημα της στη ΔΑΣΕ (Μόσχα 1991) υποστήριξε ότι  η ελληνική μειονότητα πλησιάζει τις 300.000 άτομα, κάνοντας ταυτόχρονα λόγο για «αυθαίρετο γεωγραφικό διαχωρισμό της μειονότητας και στατιστική γενοκτονία».  Στέλεχος της Διεθνούς Εταιρείας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε έρευνα που πραγματοποίησε  στην Αλβανία, το 1991, τόνιζε ότι ο πραγματικός αριθμός των Ελλήνων είναι περίπου 300.000 και με εγκατάσταση σε όλη τη χώρα, δηλώνοντας ότι μόνο στα Τίρανα ζούσαν  15.000. (Waehling, Η Φωνή της Ομόνοιας 3/12/1991). 
Από την άλλη πλευρά οι αλβανικές αρχές, υποστήριζαν, καθόλη τη διάρκεια του προηγούμενου καθεστώτος ότι ο αριθμός των ατόμων που συγκροτούσαν την ελληνική  μειονότητα κυμαινόταν γύρω στις 50.000 με 59.000, στοιχεία που αντλούσαν από την τελευταία απογραφή του 1988.
Σύμφωνα με τη συνθήκη του Λονδίνου (17/5/1913), με την οποία   ιδρυόταν  το Αλβανικό κράτος, προβλεπόταν στο άρθρο 7 ότι  «τα αφορώντα εις την εθνικότητα ζητήματα κανονισθήσονται δι’ ειδικών συνθηκών». Ήδη από την πρώτη στιγμή, όταν η ελληνική μειονότητα αναγνωρίστηκε επίσημα, ως εθνική και γλωσσική και τέθηκε υπό την προστασία της  ΚτΕ, μετά από τη σχετική δήλωση της Αλβανίας της 2ας Οκτωβρίου 1921, το αλβανικό κράτος έδειξε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για σεβασμό των εκπαιδευτικών και άλλων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας που διαβιούσε στο έδαφός του μετά την οριοθέτηση της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Τον Ιούνιο του 1921 το αλβανικό κράτος, είχε απαντήσει θετικά στα αιτήματα της Μόνιμης Ελληνικής Γραμματείας στην ΚτΕ για «τη λήψη αναγκαίων μέτρων για ανοικοδόμηση και συντήρηση ακινήτων χριστιανικής λατρείας, σχολείων και αγαθοεργίας καθώς και για ίση μεταχείριση και aσφάλεια στο νόμο και στην πράξη των Αλβανών υπηκόων που ανήκουν στις φυλετικές, γλωσσικές και θρησκευτικές μειονότητες με τους υπόλοιπους Αλβανούς», αλλά  το προστατευτικό πλέγμα λειτούργησε ανεπαρκώς για την ελληνική μειονότητα. (Γεωργούλης, 1995, 191)
   Η ελληνική μειονότητα, αντιδρώντας στην πολιτική  του αλβανικού κράτους, που ουσιαστικά δεν επέτρεπε την δημιουργία πλαισίου για την εκπαίδευση,  προσέφυγε στην ΚτΕ στις 7 Αυγούστου 1934 (αριθμός αναφοράς στον γενικό Γραμματέα C.336.1), θέτοντας ως πρώτο ζήτημα την Αλβανική στάση, «της επιβράδυνσης ανοίγματος σχολείων και αδικαιολόγητης άρνησης διορισμού των κοινοτικών δασκάλων». Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου και παραπέμφθηκε από την ΚτΕ το θέμα, αποφάνθηκε (Αριθ. Πινακίου 62, Σειρά Α/Β Τεύχ. Αριθμ. 64 /6/4/1935),  με την εξής γνωμοδότηση  : «Όθεν το δικαστήριον καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι το άρθορν 5 παρ. 1 της από 2ας Οκτωβρίου 1921 δηλώσεως εξασφαλίζει εις τους Αλβανούς υπηκόους ανήκοντας εις μειονότητας, φυλής, θρησκείας ή γλώσσης το δικαίωμα όπως διατηρώσει, διευθύνωσι και ελέγχωσι ιδίοις εξόδοις και ιδρύωσιν εν τω μέλλοντι αγαθοεργά ιδρύματα, θρησκευτικά ή κοινωνικά, σχολεία ή άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα μετά του δικαιώματος να ποιώνται εν αυτοίς χρήσιν της ιδίας των γλώσσης και να εξασκώσιν ελευθέρως την θρησκείαν των».  Δια ταύτα το Δικαστήριον «δια ψήφων οχτώ έναντι τριών, είναι της γνώμης  ότι η θέσις της Αλβανικής Κυβερνήσεως, κατά την οποίαν η κατάργησις των εν τη Αλβανία ιδιωτικών σχολείων, αποτελούσα γενικόν μέτρον, εφαρμοζόμενον τόσο επί της πλειονότητος, όσον και επί της μειονότητος, είναι σύμφωνος προς το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων  του άρθρου 5 παρ. 1 της από 2ας Οκτωβρίου 1921 δηλώσεως, δεν είναι βάσιμος»
  Ωστόσο παρά την απόφαση αυτήν, η  τακτική της παρεμπόδισης της μειονοτικής παιδείας, διατηρήθηκε αναλλοίωτη σε όλη την περίοδο που προηγήθηκε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να γίνει ακόμη σκληρότερη και να προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις μετά την επικράτηση του κόμματος Εργασίας, το 1945. Σε εφαρμογή της πολιτικής αυτής οι επίσημα αναγνωρισμένες περιοχές της μειονότητας συρρικνώθηκαν αυθαίρετα σε 99 μόνο χωριά των νομών Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα. Η διακυβέρνηση της Αλβανίας, από το Κόμμα Εργασίας, και η πολιτική που εφάρμοσε το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν σημαντικά ιστορικά κέντρα του χώρου, όπως η Χιμάρα, το Αργυρόκαστρο, η Κορυτσά, το Δέλβινο,  την ελληνική παιδεία, τα σχολεία, τη χρήση της γλώσσας και οι κάτοικοί των,  την ιδιαιτερότητα της εθνικής καταγωγής, το δικαίωμα στον εθνικό αυτοκαθορισμό, ενώ συνέπεια της κρατικής στάσης,   «ο λαογραφικός θησαυρός των Ηπειρωτών, υπέστη μέγιστη βιβλική διάβρωση».(Ντάγιος, 1997,19) .
    Τα 99 αυτά χωριά χαρακτηρίστηκαν ως «μειονοτικές ζώνες» και μόνο οι κάτοικοί τους είχαν πλέον τη δυνατότητα να χαρακτηριστούν ως «μειονοτικοί» και να διατηρήσουν τα λίγα, άλλωστε, δικαιώματα που τους εξασφάλιζε αυτός ο χαρακτηρισμός. Οι μειονοτικές περιοχές, απομονώνονται, οικονομικά, συγκοινωνιακά  και    πολιτικά,    χώροι    χαρακτηρίζονται,   απαγορευμένοι,   επιτηρούμενοι   και εγκαθίστανται Αλβανοί δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί από τις βόρειες επαρχίες, με τελικό στόχο η επίτευξη της αλλοίωσης της εθνικής σύνθεσης του πληθυσμού, ενώ παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν συστηματικές προσπάθειες αφελληνισμού των ίδιων των μειονοτικών ζωνών με την αλβανοποίηση ονομάτων και τοπωνυμίων. 
     Ανάλογη ήταν η τύχη που επιφυλάχθηκε και για την εκπαίδευση των Ελλήνων. Τις συστηματικές προσπάθειες για τον περιορισμό του αριθμού των ελληνικών μειονοτικών σχολείων και των ωρών διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, συνέχισε  και το μεταπολεμικό αλβανικό καθεστώς.  Πρωταρχικοί στόχοι του νέου εκπαιδευτικού συστήματος υπήρξαν η άμβλυνση των εθνικών διαφορών, η καλλιέργεια της σοσιαλιστικής συνείδησης στους νέους και η πλήρης ενσωμάτωση των Ελλήνων στο νέο κοινωνικό πρότυπο που διαμορφωνόταν. Η παιδεία παρείχε στρατευμένη μόρφωση, η οποία πολλές φορές, όπως προκύπτει και από την εξέταση σχολικών εγχειριδίων, είχε σαφώς ανθελληνικό χαρακτήρα. (Παπαδόπουλος, 1981, 208).
   Στις μειονοτικές περιοχές λειτούργησαν κρατικά οκτατάξια δημοτικά σχολεία, στις τέσσερις πρώτες τάξεις των οποίων η διδασκαλία των μαθημάτων γινόταν στην ελληνική, ενώ  η αλβανική διδασκόταν ως ξένη γλώσσα. Η αναλογία αυτή αντιστρεφόταν εξολοκλήρου στις τέσσερις τελευταίες τάξεις. Τα βιβλία που χρησιμοποιούνταν ήταν απλές μεταφράσεις των αντίστοιχων αλβανικών και  κάθε αναφορά στην ελληνική καταγωγή των μαθητών, την ελληνική ιστορία ή τον πολιτισμό απουσίαζε. Ελληνικά γυμνάσια δεν υπήρχαν, ενώ η μόνη ανώτερη σχολή σε ελληνική γλώσσα που λειτουργούσε ήταν η Παιδαγωγική Ακαδημία του Αργυροκάστρου, από όπου αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι που προορίζονταν για τα ελληνικά μειονοτικά σχολεία.


Θεοφάνης Μαλκίδης
Διδάκτωρ κοινωνιολογίας